- υποχυτος
- ὑπόχυτοςὑπό-χῠτος2сдобренный, подслащенный Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόχυτος — having masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόχυτος — ον, Α [ὑποχέω] 1. ανάμικτος, αναμεμιγμένος 2. μτφ. (για παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένο πολίτη) ο μη γνήσιος … Dictionary of Greek
ὑπόχυτον — ὑπόχυτος having masc/fem acc sg ὑπόχυτος having neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)